- βουλυτός
- βουλυτός, ο (Α)1. η ώρα που απολύουν, που ξεζέβουν τα βόδια, η ώρα που σταματάει το όργωμα2. (ως επίρρ.) βουλυτόνδεκατά το δειλινό.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βουλῡτός (ενν. καιρός) (Αριστοφ., μτγν. Ελληνική) αποτελεί σύνθετο τ. < βους + λύω, μέσω ενός επιθήματος -το- πρβλ. αμαξ-ι-τός, ακμό-θε-τον κ.λπ. (για τη μακρότητα του -ῡ- αντι -ῦ- του βουλῡτός πρβλ. λατ. solūtus). To επίρρ. βουλυτόνδε αποτελεί ομηρική λ.].
Dictionary of Greek. 2013.